Μπορώ! Blog

Κοινωνίες χωρίς διακρίσεις, σχολεία χωρίς αποκλεισμούς

Κοινή αλήθεια, κοινός προβληματισμός της σύγχρονης κοινωνίας εφόσον (ευτυχώς) στην εποχή μας καταρρέουν το ένα μετά το άλλο τα τείχη που όρθωναν οι κοινωνικές δομές, οι κοινωνικές αντιλήψεις και τα κοινωνικά ταμπού, αυτός που αναφέρεται στην ένταξη των ατόμων με ειδικές ανάγκες μέσα στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.

Διαφωνώ προσωπικά με την έννοια "προβληματισμός", ίσως είναι ένα ουσιαστικό που χρησιμοποιείται αναφορικά με την ένταξη των ατόμων επειδή (δυστυχώς), ακόμη υπάρχει η άγνοια. Και όσες σοβαρές εμπειρίες και μελέτες, σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα της ένταξης αν βγουν, όσα συνέδρια και αν γίνουν στον εκπαιδευτικό χώρο, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πως σε ένα ευρωπαικό κράτος εν έτει 2017 χρησιμοποιούνται σωστά. Γιατί; Ίσως γιατί λείπει η αγωνιστική διάθεση, ίσως γιατί θίγονται συμφέροντα, ίσως γιατί λείπει η ευρύτερη ευαισθητοποίηση της κοινωνίας και το κυριότερο ίσως γιατί το Κράτος πολλές φορές παρά τα δημοσίως λεγόμενά του συμπεριφέρεται ως το συμβούλιο των γερόντων της αρχαίας Σπάρτης με το μυαλό ριγμένο κάπου στον Καιάδα.

Η αναπηρία είναι  μια ρευστή έννοια αν σκεφτούμε πως οποιοσδήποτε θεωρείται σήμερα φυσιολογικός θα μπορούσε αύριο να είναι ένα άτομο με αναπηρία. Και όμως στην κοινωνία μας υπάρχουν μηχανισμοί απομόνωσης για όσους δεν ανταποκρίνονται στα ισχύοντα πρότυπα, μηχανισμοί οι οποίοι οδηγούν στο περιθώριο τα άτομα αυτά και τους στερούν τα δικαιώματά τους. Αν θέλαμε να αναλύσουμε αυτή την στάση της κοινωνίας θα πρέπει να πάμε πολύ πίσω, σε αίτια που δεν αναφέρονται και μόνο στα άτομα με αναπηρία. Κάθε ιστορική εποχή έχει χρησιμοποιήσει τον δικό της (φιλοσοφικό ή εμπειρικό) ορισμό της ανθρωπότητας για να διαχωρίσει τους κυρίαρχους, από τους υποτελείς και τους αποκλεισμένους. Όλοι εκείνοι που δεν μιλάνε τη γλώσσα μας, δεν μοιράζονται τη θρησκεία μας, είναι οι “άλλοι”, αυτοί που ανήκουν στη λάθος τάξη, έχουν λάθος φύλο, χρώμα, ικανότητες ή σεξουαλικότητα και μένουν πάντα έξω από την « καθώς πρέπει ανθρωπότητα», όπως ορίζεται στην κάθε χώρα και εποχή.

Μπορεί να είμαστε όλοι άνθρωποι, αλλά η ανθρωπότητα πάντα πολεμούσε, υπέτασσε, υποβάθμιζε και απέκλειε πολλά από τα μέλη της. Η ιδέα της «ανθρωπότητας» ως σύνολο είναι ένας νεωτερισμός που ακόμη δεν έχει κατασταλάξει στο μυαλό των ανθρώπων. Στην αρχαία Ρώμη υπήρχαν Ρωμαίοι πολίτες, αλλά όχι «άνθρωποι», με την έννοια των μελών του ανθρώπινου είδους. Η λέξη humanitas εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία και σήμαινε eruditio et institutio in bonas artes (γνώση και εκπαίδευση στα ήθη και τις τέχνες). Η ανθρώπινη ιδιότητα δεν ήταν κάτι που είχαν όλοι κοινό ( εξ ου και οι δούλοι οι οποίοι λογίζονταν ως “res”, αντικείμενα) αλλά, όπως έλεγε ο Κικέρωνας, ένα πρότυπο συμπεριφοράς το οποίο διέκρινε τους hominess humani (τους πραγματικούς ανθρώπους, δηλαδή τους καλλιεργημένους Ρωμαίους) από τους homines barbari (τους βάρβαρους). Και αν και έχουν περάσει πολλά χρόνια από την εποχή εκείνη η «ανθρωπότητα» δεν σταμάτησε ποτέ να χρησιμοποιεί έναν παρόμοιο όρο διάκρισης μεταξύ των «πλήρως» και των «λιγότερο» ανθρώπων. Ο Χριστιανισμός θα μπορούσε να μου πει κανείς ήταν ένα βήμα προς την εξάλειψη αυτής της δυστοπίας, αλλά αν και φαινομενικά ήρθε να αλλάξει αυτόν τον αποτρόπαιο διαχωρισμό εφόσον όλοι οι άνθρωποι έχουν ψυχή και μπορούν να συμμετάσχουν στο θεϊκό σχέδιο σωτηρίας, εν τούτοις δεν τα κατάφερε απόλυτα. Ακόμη και αυτό το μεγάλο βήμα του ανθρώπου με τον διαφωτισμό άφησε ένα τεράστιο ερμηνευτικό κενό.

Η γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη δηλώνει ότι «ΟΛΟΙ οι άνθρωποι γεννιούνται και παραμένουν ελεύθεροι και με ίσα δικαιώματα», αλλά τα δικαιώματα αυτά, με την πραγματική νομική και πολιτική τους έννοια, δεν εφαρμόστηκαν ποτέ απόλυτα. Όλες αυτές οι παλαιότερες κατηγορίες αποκλεισμού των ανθρώπων από το όραμα του ανθρωπιστικού Οικουμενισμού δίχως όρους παραμένουν ακόμη ενεργές σήμερα. Η κυριότερη αιτία είναι η κοινωνική μάθηση, όπου μέσα από τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης τα  άτομα αποκτούν συγκεκριμένες στάσεις, προσδοκίες, προκαταλήψεις και στερεότυπα. Οι προκαταλήψεις είναι αρνητικά και υποτιμητικά στερεότυπα. Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις για να εξυψώσουν τη δική τους ομάδα και να αμαυρώσουν την απέναντι ομάδα. Η στάση της κοινωνίας απέναντι στην αναπηρία είναι σε γενικές γραμμές αρνητική γιατί δεν υπάρχει αλληλεπίδραση γεγονός που γεννά και την εναντίωση προς κάθε είδους και μορφής ιδιαιτερότητα.

Το ζητούμενό μας λοιπόν απέναντι στην προκατάληψη είναι η κοινωνική ενσωμάτωση, μια ενσωμάτωση η οποία αποτελεί μακρόχρονη διαδικασία και επιτυγχάνεται με το συγχρωτισμό και την αλληλεπίδραση, όχι μια μονομερή διαδικασία όπου τα άτομα με ειδικές ανάγκες εντάσσονται σε μια ομάδα και σταδιακά ενσωματώνονται αυτονόητα. Και για να γίνουμε πιο σαφείς ενσωμάτωση δεν σημαίνει "υποταγή" επιμέρους ατόμων ή ομάδων σε υπάρχουσες δομές. Ενσωμάτωση σημαίνει αμοιβαίες διαδικασίες, αλληλοκατανόησης. Η διαδικασία του ενός, να έχει το δικαίωμα να είναι διαφορετικός και να γίνεται αποδεκτός παρά τη διαφορετικότητα και τις ανεπάρκειες του, και του άλλου να τον καταλαβαίνει και να τον αποδέχεται όπως είναι και μαζί και οι δυο να μαθαίνουν να αναπτύσσονται και να συμβιούν.

Μια διαδικασία που πρέπει να ξεκινά και να στηρίζεται με τη γέννηση. Για το λόγο αυτό μέσα στο θεωρητικό πλαίσιο για μια πρώιμη παρέμβαση υπάρχει σε ορισμένες αναπτυγμένες χώρες και η υποστηριχτική βοήθεια προς τους γονείς και το παιδί, ώστε να επιτευχθεί καταρχήν η ενσωμάτωσή του στην οικογένεια. Η αποδοχή του ειδικού παιδιού από τα μέλη της οικογένειας του, ιδιαίτερα η αποδοχή από τους γονείς, είναι και αυτή που θα καθορίσει το μέλλον του και θα ολοκληρωθεί με την κοινή ζωή στην ομάδα. Πρώτα στο νηπιαγωγείο και ύστερα στο σχολείο. Αυτή η φυσιολογική κοινή ζωή, ο καθημερινός συγχρωτισμός δεν θα αφήσει περιθώρια για την ανάπτυξη προκαταλήψεων ούτε διακρίσεων. Δυστυχώς στην χώρα μας η όλη προσπάθεια ένταξη και ενσωμάτωσης των παιδιών σταματάει με το τέλος της φοίτησης των στο δημοτικό σχολείο αφού δεν υπάρχουν τμήματα ένταξης στο γυμνάσιο.

Έτσι η πολυδιαφημισμένη εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση που διακηρύσσει το Σύνταγμα πάει …περίπατο. Ο κυνισμός του καπιταλισμού σε όλο το φρικτό «μεγαλείο» του: Τουλάχιστον τα μισά από τα 65 εκατομμύρια παιδιά με αναπηρίες σε όλο τον κόσμο που είναι σε σχολική ηλικία δεν πηγαίνουν σχολείο ή δεν συνεχίζουν μετά το δημοτικό την εκπαίδευσή τους , διότι, σύμφωνα με τα ΜΜΕ, «προϋπολογίζονται λίγα ή και καθόλου χρήματα για τις ανάγκες τους», όπως ανέφερε η οργάνωση προάσπισης των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρίες, Light for the World. «Οι άνθρωποι δεν τα αντιμετωπίζουν ως μια επένδυση που αξίζει τον κόπο», δήλωσε η Ναφίσα Μπάμπου σύμβουλος για την εκπαίδευση χωρίς αποκλεισμού της Light for the World. «Για παράδειγμα, πολλοί πιστεύουν ότι δεν έχει νόημα να επενδύονται χρήματα στην εκπαίδευση των ατόμων με αναπηρία, καθώς δεν μπορούν να εργαστούν». Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της ActionAid, μόλις το 15% των παιδιών με αναπηρία στην Ελλάδα έχει πρόσβαση στην εκπαίδευση. Υπολογίζεται ότι τα παιδιά με αναπηρία είναι 200.000 στη χώρα μας και μόλις τα 31.761 πηγαίνουν σχολείο, δεκάδες χιλιάδες παιδιά μένουν εκτός σχολείου και καθώς δεν υπάρχει μητρώο καταγραφής παιδιών με αναπηρία, τα παιδιά αυτά είναι αόρατα για την ελληνική εκπαίδευση.

Η ελληνική πολιτεία σχεδιάζει πολιτικές και κάνει προϋπολογισμούς χωρίς να γνωρίζει ούτε πόσα είναι τα παιδιά με αναπηρία, ούτε ποιες είναι οι ανάγκες τους. Έτσι σε μια κοινωνία που δεν αναγνωρίζει και σε πολλές περιπτώσεις δεν αντέχει ούτε καν αισθητικά την αναπηρία, είναι επόμενο να ευδοκιμεί κάθε ‘άνθος του κακού’. Υπάρχουν πολλοί που ισχυρίζονται πως δεν είναι μόνο η επιβάρυνση που προκαλούν τα άτομα με αναπηρία στη μαθησιακή εξέλιξη των ‘φυσιολογικών’ ατόμων, αλλά επιμένουν στην δήθεν συναισθηματική φόρτιση των "κανονικών" παιδιών αφού θα βλέπουν παιδιά με προβλήματα έλλειψης της "κανονικότητας". Η φρίκη του Μεσαίωνα, λοιπόν, καλά κρατεί, όσο και να την καλύπτουμε με δήθεν φιλανθρωπικό μανδύα της μορφής: να έχουν ξεχωριστά σχολεία αυτά τα παιδιά για να τα φροντίζουν οι ειδικοί καλύτερα. Όχι, μας βολεύει αυτή η φιλοσοφία για τα ειδικά σχολεία όχι από ενδιαφέρον αλλά γιατί στην πραγματικότητα πιστεύουμε, ιδιαίτερα στη χώρα μας που όλοι εστιάζουμε την εκπαιδευτική μας προσοχή κυρίως στις εξετάσεις και στην εισαγωγή των νέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ότι η μορφωτική λειτουργία είναι ένας ανταγωνιστικός αγώνας δρόμου των μαθητών που εκκινούν από την ίδια αφετηρία και τρέχουν όλοι προς μια γραμμή τερματισμού.

Και θέλουμε το δικό μας παιδί να είναι μπροστά από όλα αλλά και ταυτόχρονα θέλουμε να μην είναι παιδιά ‘πίσω του’ για να μην καθυστερούν το ρυθμό της μάθησης! Προκαταλήψεις που δεν βάζουν απλά και μόνο όρια στη γνώση μας, αλλά φαλκιδεύουν την ελευθερία του πνεύματος και δημιουργούν μύθους που καθυποτάσσουν την ανθρώπινη σκέψη. Βολευόμαστε ή αδιαφορούμε για τις δεκάδες χιλιάδες των παιδιών, που βιώνουν καθολικό αποκλεισμό και απόρριψη της ανθρώπινης ιδιότητάς τους και όχι μόνο στέρηση του δικαιώματος της μόρφωσης γιατί κλέινουμε τα μάτια στην σκληρή αλήθεια πως αυτές οι κοινωνίες, που όχι μόνο δεν προάγουν την αλληλεγγύη και τη διαφορετικότητα, αλλά προκαλούν πρακτικές απαξίωσης της ανθρώπινης προσωπικότητας, δεν έχουν προοπτική αλλά είναι κοινωνίες παρακμής.

Τα προβλήματα αγωγής και εκπαίδευσης των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες πρέπει να αντιμετωπίζονται μέσα στο πλαίσιο του κανονικού σχολείου. Αυτή η ένταξη συνεπάγεται την επικοινωνία και την κοινή δράση και κατά προέκταση την από κοινού πολιτιστική δημιουργία. Πρέπει το σχολείο λοιπόν να διαμορφώσει αυτό πρώτο μετά την οικογένεια την κουλτούρα της συμβίωσης και της συνεργασίας αναπήρων και μη ανάπηρων ατόμων ώστε ο μαθητής με ειδικές ανάγκες να ανακαλύψει το εγώ του και την ταυτότητα του, αυτό είναι το ζητούμενο, να μην προσαρμοστεί μόνο το παιδί στο περιβάλλον αλλά και να προσαρμόζει το περιβάλλον με τον ίδιο του τον εαυτό. Αν ορίσουμε την ένταξη ως την πρακτική εκείνη με την οποία παρέχεται στα παιδιά με αναπηρίες η ευκαιρία να αλληλεπιδράσουν, να μάθουν και να εκπαιδευτούν μαζί με άλλα παιδιά σ’ ένα φυσιολογικό περιβάλλον που τους παρέχει πλήρη ερεθίσματα και το οποίο προωθεί και ενισχύει την ανάπτυξή τους, τότε απλά και μόνο η αντίληψη, ότι τα παιδιά με αναπηρίες ανήκουν μόνο ή κατά αποκλειστικότητα στην Ειδική Εκπαίδευση, αναιρεί τη βασική φιλοσοφία της ένταξης. Πολλές θεσμικές πολιτικές και επιστημονικές προσεγγίσεις θεωρούν πως το μέγιστο ποσοστό των ατόμων με αναπηρία, μπορεί και πρέπει να είναι κανονικά στο σχολείο της γειτονιάς τους.

Όλα τα παιδιά μπορούν να εξελιχθούν στη μόρφωσή τους, αρκεί να εφαρμόζουμε διαφοροποιημένες μεθόδους μάθησης. «‘Υπάρχουν πολλοί δρόμοι για τη Ρώμη’ (για την αποτελεσματικότητα του συγκεκριμένου στόχου) και αυτό σημαίνει ότι είναι πάντα αναγκαίες οι προσαρμογές στο τοπικό επίπεδο» τονίζει σε σχετική έκθεσή του (2003) ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ανάπτυξη της Ειδικής Αγωγής. Μια ενταξιακή πολιτική, θα δώσει νέα πνοή στο παιδαγωγικό μας ιδεώδες, αφού μπορεί να συμπεριλάβει άλυτα ζητήματα του σχολείου ( ουμανιστικό σύστημα αξιών, μαθησιακές δυσκολίες) και «θα μπορούσε να είναι ένας καταλύτης για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στη γενική εκπαίδευση». Η πρόοδος στα εκπαιδευτικά συστήματα δε θα προέλθει μονομερώς από το πεδίο των νέων τεχνολογιών ούτε συνδέεται με το κυρίαρχο ‘πολιτισμικό’ πρόταγμα της καταναλωτικής ευδαιμονίας, αλλά συνυφαίνεται με την κουλτούρα των κοινωνικών κινημάτων και με τον αγώνα κατά των ανισοτήτων και της αδικίας. Η άρση των προκαταλήψεων απελευθερώνει πάντα γόνιμο έδαφος για καλύτερη επανερμηνεία του Κόσμου.

Και ο μικρός κόσμος της αναπηρίας είναι ένα εν δυνάμει πεδίο πλούτου βαθιάς επίγνωσης του εαυτού μας. Σε αυτή τη δυναμική πορεία, το σχολείο και ο εκπαιδευτικός δεν είναι πολιτικά ουδέτεροι. Οφείλουν να αποσαφηνίσουν τη θέση τους επί της ουσίας του ζητήματος της αναπηρίας και όχι στα επιμέρους και να αναλάβουν τον κρίσιμο ρόλο που τους αναλογεί γιατί, μέσω ενός κοινού σχολείου και μιας διδακτικής απαλλαγμένης από προκαταλήψεις και στερεότυπα του παρελθόντος θα αναιρεθούν πολλά από εκείνα που θεωρούνταν συμπτώματα της ‘αναπηρίας’ και οδηγούσαν σε κοινωνικές διακρίσεις.

Και το πρόβλημα της αναπηρίας είναι απόλυτα πολιτικό και κυρίως με αυτή την οπτική μπορεί να προσεγγισθεί, αν προσβλέπουμε σε ουσιαστική προώθηση επίλυσής του. Σήμερα μια σύγχρονη αντίληψη δε μπορεί παρά να θεωρεί τον κάθε άνθρωπο ως μια δύναμη αλλαγής του κόσμου, ως μια δύναμη προόδου, γιατί κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και ανεπανάληπτος, αλλά και γιατί το βαθύτερο νόημα της ίδιας της συγκρότησης της κοινωνίας είναι η αλληλεγγύη και ο σεβασμός της ιερότητας κάθε ανθρώπινης ζωής.

Νίκος Βασιλειάδης

Δημοσιογράφος